- Μυρμιδόνεσσιν
- Μυρμιδόνεςmasc dat pl (epic aeolic)Μυρμιδώνmasc dat pl (epic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek
μεταφωνώ — μεταφωνῶ, έω (ΑΜ) μσν. μιλώ σε κάποιον πάλι, προσφωνώ κάποιον ξανά αρχ. 1. ομιλώ μεταξύ κάποιων («μετεφώνεε Μυρμιδόνεσσιν», Ομ. Ιλ.) 2. αποτείνω τον λόγο σε κάποιον, προσαγορεύω κάποιον 3. (κατ επέκτ.) διατάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φωνῶ… … Dictionary of Greek